φοινικοκρήδεμνος

φοινικοκρήδεμνος
φοινῑκο-κρήδεμνος, ον, [dialect] Dor. [suff] φοινῑκο-κράδεμνος [ᾱ],
A with purple kerchief, [Μοῖσαι] Id.12.222;

Λατώ Id.10.97

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φοινικοκρήδεμνος — και δωρ. τ. φοινικοκράδεμνος, ον, Α (για γυναίκα) αυτός που φορά κεφαλόδεσμο πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κρήδεμνος (< κρήδεμνον / κράδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. λιθοκρήδεμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”